υπεγγυότητα

υπεγγυότητα
η
το να είναι κάποιος υπέγγυος ή το να είναι κάτι υπέγγυο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπεγγυότητα — η, Ν [υπέγγυος] η ιδιότητα τού υπεγγύου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”